Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
αἰολόστομος, -ον (Α)(για χρησμούς) ασαφής, αόριστος, διφορούμενος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + στόμα.