αισθητοποίηση

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

η
σαφής παράσταση ενός πράγματος, ώστε να γίνει εντελώς κατανοητό, αποσαφήνιση, ζωντάνεμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισθητοποιώ.
ΠΑΡ. αισθητοποιητικός].