αιτιαρχία

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

η
αιτιοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιτία + -αρχία < άρχω].