ακαταπράυντος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταπράυντος, -ον) καταπραΰνω
αυτός που δεν μπορεί να καταπραϋνθεί, να γαληνέψει
νεοελλ.
(πείνα ή δίψα) που δεν μπορεί να κορεστεί.