ακατατόπιστος
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Greek Monolingual
-η, -ο κατατοπίζω
αυτός που δεν έχει κατατοπιστεί σε κάτι, που δεν έχει επαρκή ή πλήρη γνώση για κάτι.