ακατατόπιστος

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source

Greek Monolingual

-η, -ο κατατοπίζω
αυτός που δεν έχει κατατοπιστεί σε κάτι, που δεν έχει επαρκή ή πλήρη γνώση για κάτι.