ακατατόπιστος

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο κατατοπίζω
αυτός που δεν έχει κατατοπιστεί σε κάτι, που δεν έχει επαρκή ή πλήρη γνώση για κάτι.