Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
η ακέφαλος 1. επιπολαιότητα, ανοησία, αμυαλιά 2. δυστροπία, ανυπακοή.