επιπολαιότητα
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Greek Monolingual
η
έλλειψη σοβαρότητας, προχειρότητα, απερισκεψία, ελαφρότητα, απροσεξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπόλαιος. Η λ. στον λόγιο τ. επιπολαιότης μαρτυρείται από το 1816 στον Αδ. Κοραή].