ακριβοκόρη

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

Greek Monolingual

η
η ακριβοθυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακριβο- + κόρη.