ακριβοθυγατέρα

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

και ακριβοδυχατέρα, η
(συνήθως για μοναχοκόρη) πολύ αγαπημένη θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακριβο- + θυγατέρα ή δυχατέρα].