ακρόκαρπος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκρόκαρπος, -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + καρπός
η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική ορολογία, πρβλ. αγγλ. acrocarpous].