ακυρολεκτώ

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

ακυρολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος + -λεκτώ < λεκτός < λέγω
πιθ. με επίδραση του ακυριολεκτώ, που διαφέρει όμως σημασιολογικά].