ακυρωτικός

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ακυρώνω
αυτός που έχει τη δύναμη ή το δικαίωμα να ακυρώσει κάτι.