ακόνιστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ακονιστεί, ο ατρόχιστος
2. εκείνος που δεν μπορεί να ακονιστεί
3. μτφ. αυτός που δεν έχει ασκηθεί, ο απαίδευτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακονιστός < ακονίζω
το αρκτικό α- πήρε στερητική σημασία από τον αναβιβασμό του τόνου].