αλήτικος

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλητικός, -ή, -ὸν) ἀλήτης
ο σχετικός με τον αλήτη, αυτός που ταιριάζει σε αλήτη.