ἀλήτης
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
[ᾰ], ον, Dor. ἀλάτας, α, ὁ; voc.
A ἀλῆτα S.OC1096, Dor. ἀλᾶτα ib.165: (ἀλάομαι):—wanderer, vagabond, Hom. only in Od., always of beggars (17.420, al.); in Trag. also of exiles, A.Ag.1282, Ch.1042, S.OC50, 746, E.Heracl.224, Supp.280 (lyr.):—τὸν μακρῶν ἀλάταν πόνων one who has wandered in long labour, S.Aj.888.
2 as adjective, vagrant, roving, πόδ' ἀλάταν E.El.139 (anap.); βίος ἀλήτης Hdt.3.52; in later Prose, ἄνδρες D.Chr.1.9:—so also fem. ἀλῆτις, ιδος, D.P.490 (as v.l.); name of song in honour of Erigone, Ath.14.618e, Poll.4.55, Hsch. s.v.; cf. ἐώρα ΙΙ.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): dór. ἀλάτας B.18.36, E.Io 1089
• Prosodia: [ᾰ-]
frec. en trag.
I errante βίος Hdt.3.52, AP 10.80 (Pall.), ἱκέται E.Heracl.224, ἄνδρες D.Chr.1.9, πούς E.El.139, ὅρκος ἀ. = un juramento inseguro, AP 5.265 (Cometas), ἰὸς ἀ. Nonn.D.21.329, κόσμος Nonn.D.32.54, SEG 48.1848.3 (Apamene VI d.C.)
• como subst. vagabundo de mendigos δοκέεις δέ μοι εἶναι ἀ. Od.18.18, cf. 17.576, Asius 1, Bio Bor.16A, D.C.63.28.4, de exiliados, B.l.c., A.A.1282, S.OC 50, 746, D.H.1.58
• fig. del hombre en general φυγὰς θεόθεν καὶ ἀλήτης Emp.B 115.13, τὸν μακρῶν ἀλάταν πόνων = el vagabundo a lo largo de grandes trabajos S.Ai.888
• πῶς γὰρ ἀλήτης ξεῖνος ἐών; = ¿cómo tú siendo un extranjero vagabundo? Musae.177.
II subst.
1 expósito, niño abandonado <ὁ> Φοίβειος ἀλάτας E.Io 1089.
2 astr., plu. ἀλῆται = planetas, AP 9.822, Nonn.D.5.68, 6.69.
German (Pape)
[Seite 95] ὁ (ἀλάομαι), herumschweifend, βίος Her. 3, 52. Gew. Subst., der Umherirrende, Bettler, Hom. Od. öfters, 14, 124 ἄνδρες ἀλῆται, 17, 578 κακὸς δ' αἰδοῖος ἀλήτης, 18, 25 Ἶρος ἀλήτης, 333. 393 Ἶρον τὸν ἀλήτην, 20, 377 ἐπίμαστον ἀλήτην, 21, 400 κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης; – Aesch. Ag. 1255 Ch. 1038; Soph. oft, μακρῶν ἀλ. πόνων, der viel Anstrengungen durchlaufen, Ai. 872; verächtlich nur O. C. 953. Bei Eur. Heracl. 224 vom ἱκέτης. Oefter in Anth. u. sp. D.; auch Dion. H. 1, 58; Dio C. 63, 28.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj.
errant, vagabond ; ἀλήτης πόνων SOPH qui erre (sur mer) au milieu des fatigues.
Étymologie: ἀλάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλήτης -ου, ὁ, Dor. ἀλᾱ́τας ἀλάομαι
1. zwerver:. ἐμέ γε τὸν μακρῶν ἀλάταν πόνων ik, zwerver door langdurige ellende Soph. Ai. 888.
2. als adj. zwervend; zwervers-.
Russian (Dvoretsky)
ἀλήτης:
I дор. ἀλάτᾱς, ου (ᾰλᾱ) adj. m скитальческий, бродячий (βίος Her.).
ου ὁ
1 скиталец, странник, бродяга, Hom.;
2 изгнанник Hom., Trag.
Middle Liddell
ἀλάομαι
1. a wanderer, stroller, rover, vagabond, of beggars, Hom.; of exiles, Trag.; τὸν μακρῶν ἀλάταν πόνων one who has wandered in long labours, Soph.
2. as adj. vagrant, roving, βίος Hdt.
English (Autenrieth)
(ἀλάομαι): vagabond, beggar. (Od.)
Greek Monolingual
ο (Α ἀλήτης) (θηλ. Ν -ήτισσα, Α -ῆτις)
αυτός που περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους, επαίτης, τυχοδιώκτης, κακοποιός, αγύρτης
νεοελλ.
ο κακής διαγωγής άνθρωπος ή αυτός που ρέπει προς το κακό
αρχ.
1. αυτός που περιπλανιέται, που τριγυρνά εδώ κι εκεί
2. ως επίθ. αγυρτικός, αλήτικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως ποιητική, που απαντά και στον Ηρόδοτο και σπανιότερα στους μεταγενέστερους πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με το ρ. ἀλῶμαι «περιπλανώμαι» και επομένως η κυριολεκτική της σημασία είναι «πλάνης, περιπλανώμενος». Αρχικά η λ. ἀλήτης εχρησιμοποιείτο κυρίως ως χαρακτηρισμός για ζητιάνους
στην τραγωδία εξάλλου η λ. προσδιόριζε συχνά και εξόριστους. Από την αρχική αυτή χρήση της λ. προήλθε πιθανότατα και η μειωτική της σημασία «αγύρτης, κακοποιός», που είναι γνωστή ήδη στην αρχαιότητα.
ΠΑΡ. ἀλητεύω, ἀλητικὸς (νεοελλ. αλήτικος).
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλητόπαιδο].
Greek Monotonic
ἀλήτης: [ᾰ], -ου, Δωρ. ἀλάτας, -α, ὁ· κλητ. ἀλῆτα, Δωρ. ἀλᾱτα· (ἀλάομαι)·
1. περιπλανώμενος, σουλατσαδόρος, πλάνης, νομάς, πλανόδιος, λέγεται για επαίτες, ζητιάνους, σε Όμηρ.· λέγεται για εξορίστους, σε Τραγ.· τὸν μακρῶν ἀλάταν πόνων, αυτός που περιπλανήθηκε σε κόπους μακράς διαρκείας, σε Σοφ.
2. ως επίθ. περιπλανητικός, αλήτικος, νομαδικός, βίος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλήτης: [ᾰ], -ου, Δωρ. ἀλάτας, α, ὁ, κλητ. ἀλῆτα, Σοφ. Ο. Κ. 1096, Δωρ. ἀλᾶτα, αὐτόθι 165: (ἀλάομαι). Ὁ πλανώμενος, περιφερόμενος, πλάνης, Λατ. erro, ἀγύρτης, Ὅμ. μόνον ἐν. Ὀδ. καὶ ἀείποτε ἐπὶ ἐπαιτῶν (Ρ. 420, καὶ ἀλλ.)· παρὰ Τραγ. Καὶ ἐπὶ ἐξορίστων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1282, Χο. 1042, Σοφ. Ο. Κ. 50, 746, Εὐρ. Ἡρακλ. 224, Ἱκ. 281· τὸν μακρῶν ἀλάταν πόνων, τὸν περιπλανηθέντα διὰ πολλῶν κόπων, Σοφ. Αἴ. 888. 2) ὡς ἐπίθ., πλανητικός, ἀγυρτικός, βίος ἀλήτης, Ἡρόδ. 3. 52: - οὕτω καὶ θηλ. ἀλῆτις, -ιδος, ὡς ὄνομα ᾄσματος εἰς τιμὴν τῆς Ἐριγόνης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 472, Πολυδ. 4. 55, Ἡσυχ. ἐν λ. πρβλ. ἐώρα ΙΙ.
Mantoulidis Etymological
(=περιφερόμενος, ἀγύρτης). Παράγωγο τοῦ ἀλῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
wanderer
Arabic: هَائِم; Armenian: թափառական; Bulgarian: скитник, странник; Catalan: rodamón, nòmada; Coptic: ⲥⲁⲣⲁⲕⲱϯ; Czech: tulák, nomád; Dutch: wandelaar, dwaler, zwermer, doler; Finnish: kuljeksija, kulkuri; French: vagabond, nomade, errant, vagant; Galician: leirán, vaganao, vagaceiro, vadío, moinante, lorán, galloufeiro, gandaieiro, leilán, calaceiro, vagamundo, vagabundo, vanadante; Georgian: მოხეტიალე, მაწანწალა; German: Wanderer; Ancient Greek: πλανήτης, πλανάτας, πλάνης, ἀλήτης, ἀλάτας; Hungarian: vándor; Irish: rianaí; Italian: vagabondo, girovago, vagante, errante, ramingo, nomade, errabondo; Japanese: 放浪者; Kurdish Central Kurdish: ئاوارە; Latin: erro; Macedonian: талкач, скитник; Maori: murare; Old English: wandrere; Persian: سرگردان; Plautdietsch: Waundra; Polish: wędrowiec, nomada, tułacz, włóczęga, włóczykij, łazik, wałęga, łazęga; Portuguese: vagante, vagabundo, vagabunda, nômade; Russian: путешественник, странник; Spanish: vagabundo, nómada; Swedish: vandrare; Welsh: crwydryn, crwydriaid