αλαλομάρα
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
Greek Monolingual
η
1. παραφροσύνη, παλαβομάρα
2. σάστισμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλαλος + παραγ. κατάλ. –μάρα].