αλαλομάρα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η
1. παραφροσύνη, παλαβομάρα
2. σάστισμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλαλος + παραγ. κατάλ. –μάρα].