μάρα

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

English (Slater)

μάρα ? Σ, B. T. Hom., O. 137: μάρη γὰρ ἡ χείρ κατὰ Πίνδαρον (αἱ χεῖρες v. l.: “Utrum Pindaro μάρα an μάρεα tribuendum sit, parum liquet,” Schr.; v. Forssman, 135ff.) fr. 310.

Greek Monolingual

η
1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι
2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» — όχλος, συρφετός
β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» — ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη χρήση της λ. στη φράση «άρες μάρες» βλ. λ. αρά)].