μάρα
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
English (Slater)
μάρα ? Σ, B. T. Hom., O. 137: μάρη γὰρ ἡ χείρ κατὰ Πίνδαρον (αἱ χεῖρες v. l.: “Utrum Pindaro μάρα an μάρεα tribuendum sit, parum liquet,” Schr.; v. Forssman, 135ff.) fr. 310.
Greek Monolingual
η
1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι
2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» — όχλος, συρφετός
β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» — ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη χρήση της λ. στη φράση «άρες μάρες» βλ. λ. αρά)].