αλατούχος

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

-ο
αυτός που περιέχει αλάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλας -ατος + -ούχος < έχω πρβλ. αγγλ. saline].