αλατωρύχος
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
Greek Monolingual
ο
1. εργάτης αλατωρυχείου
2. αυτός που εκμεταλλεύεται αλατωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλας -ατος + -ωρύχος < ορύσσω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλατωρυχία].