αλεξάνεμος

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

ἀλεξάνεμος, -ον (Α)
ο ἀλεξήνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλεξι- (< ἀλέξω) + ἄνεμος, με σίγηση του -ι-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξανεμία.