αλεξίλυπος

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που απομακρύνει τις λύπες, που προκαλεί ευθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεξι- (< ἀλέξω) + λύπη.