αλεπόπουλο

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

το αλεπού
1. μικρή αλεπού
2. δόλιο, πανούργο, πονηρό παιδί
παροιμία «η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δέκα» (για νέους που υπερακοντίζουν τους γεννήτορες σε γνώσεις ή πονηριά).