αλεστής

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που αλέθει, ο μυλωνάς
2. αυτός που έρχεται στον μύλο για άλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλέθω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστικός].