αλεστικός

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀλεστικός, -ή, -όν) αλεστής
1. ο σχετικός με την άλεση, ο χρήσιμος στο άλεσμα («αλεστική μηχανή»)
2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αλεστικά
η δαπάνη για το άλεσμα, η αμοιβή του μυλωνά.