αλισιβιάζω

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

περιχύνω, πλένω τα ρούχα της μπουγάδας με αλισίβα, μπουγαδιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλισίβα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισίβιασμα].