Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιχύνω

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

και περεχύνω και περιχώ και περεχώ Ν
1. χύνω υγρό πάνω σε ένα πράγμα βρέχοντας το σε όλη την επιφάνεια, περιβρέχω, διαβρέχω, περιχέω
2. μέσ. περιχύνομαι
μτφ. ξεχύνομαι ολόγυρα, απλώνομαι πάνω από κάτι καλύπτοντάς το από παντούνύχτα περιχύνεται αποπάνω απ' τα ουράνια», Εφταλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παθ. αόρ. περιεχύθην του περιχέω, κατά το σχήμα ἐπλύθην: πλύνω. Ο τ. περιχώ < αόρ. περίχυσα του περιχύνω κατά το σχήμα μίλησα: μιλώ].