αλληώρας

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

επίρρ.
οψέ, αργά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλλη + ώρα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληωρίζω].