αλογοσάμαρο

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
σαμάρι, επίσαγμα αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + σαμάρι].