αλφαβητικός

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

-ή, -ό αλφάβητος
1. αυτός που έχει συνταχθεί με τη σειρά τών γραμμάτων της αλφαβήτου
2. επίρρ. αλφαβητικώς και -ά, με αλφαβητική σειρά.