αλωνιά

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

η
1. ποσότητα δημητριακών αρκετή για ένα αλώνισμα
2. ποσότητα καρπών, που απλώνεται σε αλώνι για αποξήρανση
3. ο καρπός που αλωνίστηκε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι. Η σημ. (2) επιτρέπει πιθ. τη σύνδεση της λ. με το αρχ. ἁλωνία.