αλωνιάτης

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek Monolingual

ο
1. αλωνιστής
2. αλωνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάτης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάτικο].