αλωνιστής

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

I ο (θηλ. -ίστρια και -ίστρα)
1. αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια
2. (ως κύριο όνομα) ο Αλωνάρης, ο μήνας Ιούλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλωνίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιστικός].II ο αλωνεύω
1. ο αλωνιστής
2. ο αλωνάρης, ο Ιούλιος μήνας.