αμέστωτος

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο μεστώνω
αυτός που δεν μέστωσε (ακόμη) ή που δεν μπορεί να μεστώσει.