τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
-η, -ο μεστώνωαυτός που δεν μέστωσε (ακόμη) ή που δεν μπορεί να μεστώσει.