αμέστωτος

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source

Greek Monolingual

-η, -ο μεστώνω
αυτός που δεν μέστωσε (ακόμη) ή που δεν μπορεί να μεστώσει.