αμασκάρευτος

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

Greek Monolingual

-η, -ο μασκαρεύω
1. αυτός που δεν μασκαρεύτηκε, δεν μεταμφιέστηκε
2. αυτός που δεν διαπομπεύθηκε δημόσια ή αυτός που είναι ηθικά ανεπίληπτος.