αμασκάρευτος

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

-η, -ο μασκαρεύω
1. αυτός που δεν μασκαρεύτηκε, δεν μεταμφιέστηκε
2. αυτός που δεν διαπομπεύθηκε δημόσια ή αυτός που είναι ηθικά ανεπίληπτος.