αμνηστία

From LSJ

ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀμνηστία) ἄμνηστος
λήθη, συγχώρηση αδικήματος που διαπράχθηκε κατά της πολιτείας
αρχ.
1. λήθη, λησμοσύνη
2. φρ. «ἀμνηστίαν ἔχω τινός», ξεχνώ, λησμονώ.