λησμοσύνη

English (LSJ)

ἡ, = λήθη, forgetfulness, κακῶν Hes.Th.55; τῶν νῦν θέσθαι λησμοσύναν S.Ant.151 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 41] ἡ, das Vergessen, Vergessenheit, κακῶν, neben ἄμπαυμα μερμηράων, Hes. Th. 55; ἐκ μὲν δὴ πολέμων τῶν νῦν θέσθε λησμοσύναν, Soph. Ant. 151, vergesset.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
oubli.
Étymologie: λήθω.

Russian (Dvoretsky)

λησμοσύνη: (ῠ) ἡ предание забвению, забвение (κακῶν Hes.; τῶν πολέμων Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

λησμοσύνη: ἡ, = λήθη, ἐπιλησμοσύνη, κακῶν Ἡσ. Θεογ. 55· τῶν νῦν θέσθε λησμοσύναν Σοφ. Ἀντ. 151 (λυρ.).

Greek Monolingual

η (Α λησμοσύνη, δωρ. τ. λησμοσύνα) λήσμων
λήθη, λησμονιά
νεοελλ.
1. το να λησμονεί κάποιος, ξέχασμα, ξεχασιά
2. η ιδιότητα του επιλήσμονα, του ξεχασιάρη («γεροντική λησμοσύνη»).

Greek Monotonic

λησμοσύνη: ἡ, = λήθη, λησμονιά, σε Ησίοδ., Σοφ.

Middle Liddell

λησμοσύνη, ἡ, = λήθη
forgetfulness, Hes., Soph.