αμπαρωτός

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αμπαρώνω
αυτός που κλείνεται ή έχει κλειστεί με αμπάρα ή γενικότερα αυτός που κλείνεται με ασφάλεια.