αμπελάνθη

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

ἀμπελάνθη, η (Α)
το άνθος της αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμπέλι + ἄνθη (η)
πρβλ. οἰνάνθη, μηλάνθη, κ.ά.].