ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἀμπελάνθη, η (Α)το άνθος της αμπέλου.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμπέλι + ἄνθη (η)πρβλ. οἰνάνθη, μηλάνθη, κ.ά.].