αμπελουργώ
From LSJ
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
Greek Monolingual
ἀμπελουργῶ (-έω) (Α) ἀμπελουργός
1. είμαι αμπελουργός, καλλιεργώ αμπέλια
2. λυμαίνομαι, λεηλατώ, λαφυραγωγώ.