αμπελουργώ
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
Greek Monolingual
ἀμπελουργῶ (-έω) (Α) ἀμπελουργός
1. είμαι αμπελουργός, καλλιεργώ αμπέλια
2. λυμαίνομαι, λεηλατώ, λαφυραγωγώ.