αμπελουργώ
From LSJ
Greek Monolingual
ἀμπελουργῶ (-έω) (Α) ἀμπελουργός
1. είμαι αμπελουργός, καλλιεργώ αμπέλια
2. λυμαίνομαι, λεηλατώ, λαφυραγωγώ.
ἀμπελουργῶ (-έω) (Α) ἀμπελουργός
1. είμαι αμπελουργός, καλλιεργώ αμπέλια
2. λυμαίνομαι, λεηλατώ, λαφυραγωγώ.