Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμυγδαλόκαρπος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

και μυγδαλόκαρπος, ο
εδώδιμος καρπός της αμυγδαλιάς, αμυγδαλόψιχα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + καρπός].