Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμυγδαλόκαρπος

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332

Greek Monolingual

και μυγδαλόκαρπος, ο
εδώδιμος καρπός της αμυγδαλιάς, αμυγδαλόψιχα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + καρπός].