τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
ἀμφίπυρος, -ον (Α)1. αυτός που έχει φωτιά στα δύο του άκρα2. αυτός που φλέγεται ολόγυρα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -πυρος < πῦρ].