αμφίπυρος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
ἀμφίπυρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φωτιά στα δύο του άκρα
2. αυτός που φλέγεται ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -πυρος < πῦρ].