αμφιβολεύς

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360

Greek Monolingual

ἀμφιβολεύς (-έως), ο (Α) ἀμφιβάλλω
αυτός που ψαρεύει με δίχτυ ή απλώς αυτός που ψαρεύει, ο ψαράς.