αμφιγενής

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek Monolingual

ἀμφιγενής, -ὲς (Μ)
αυτός που έχει αμφίβολο ή διπλό γένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γενὴς < γένος].