αμφιγενής

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀμφιγενής, -ὲς (Μ)
αυτός που έχει αμφίβολο ή διπλό γένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γενὴς < γένος].