ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
ἀμφιγενής, -ὲς (Μ)αυτός που έχει αμφίβολο ή διπλό γένος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γενὴς < γένος].